λιντζέρος

λιντζέρος
λιντζέρος, -ο (Μ)
1. ελαφρός, ευκίνητος
2. φρ. «λιντζέρα ἄλογα» — ελαφρύ ιππικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lezier].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”